- κύτταρον
- κύτταρονneut nom/voc/acc sgκύτταροςcell of a honeycombmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύτταρον — κύτταρον, τὸ (Α) βλ. κύτταρο … Dictionary of Greek
κυττάροις — κύτταρον neut dat pl κύτταρος cell of a honeycomb masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυττάρου — κύτταρον neut gen sg κύτταρος cell of a honeycomb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυττάρων — κύτταρον neut gen pl κύτταρος cell of a honeycomb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυττάρῳ — κύτταρον neut dat sg κύτταρος cell of a honeycomb masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRYON — Graece Βρύον, item σφαγνὸς, et σφἀγιον, Latine muscus seu lanuginis muscosae flos, in avellanis vocatur ἴουλον in piceis κύτταρον, in laura βοτρύδιον, in quercu proprie βρύον, in genere βρύον vel κάχρυς, ut videre est, apud Salmas. ad Solin. p.… … Hofmann J. Lexicon universale
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
προαπόπτωτος — ον, Α [προαποπίπτω] αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.) … Dictionary of Greek